Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007

Εμπρηστές τα κοματόσκυλα


Όλοι ήμασταν εκεί εκτός απο αυτούς που έπρεπε να είναι για να βοηθήσουν και να δώσουν λύσεις. Άλλοι πάνω στα ραντιστικά σαν τους καβαλάρηδες του 21, άλλοι με τα λιανοκλάδια στα χέρια και άλλοι με τα μάτια βουρκωμένα κοντά στα καμένα, να βλέπουν το όμορφο Λέπρεο να καίγεται. Ήταν εκεί μπροστάρηδες τα νέα παιδιά του χωριού, μαζί με τους χαροκαμένους γέροντες και κάποιους ευσηνείδητους μεσήλικες, που πεισματικά αγνοούσαν τις διαταγές για εκκένωση. Όλοι μαζί στη μάχη κόντρα στον πύρινο δαίμονα, πάλευαν όχι μόνο για το σπίτι τους, αλλά και γιαυτό του γείτονα, του φίλου, της ανύμπορης γριάς. Του "εγκλωβισμένου" στις οθόνες των τηλεοράσεων της Αθήνας και του "εγκλωβισμένου" στον ωχαδερφισμό και την ασφάλεια της παραλίας. Μοναδική εξωτερική βοήθεια δύο παλικαράκια απ' το Θολό και τρείς παραθεριστές, που προσπαθούσαν να σώσουν ό, τι μπορούσαν απο τον καλοκαιρινό τους παράδεισο. Η μάχη ήταν άνιση, οι φλόγες έζωναν με δύναμη την "ευδαίμων χώρα", η κρατική βοήθεια ξέραμε ότι δεν θα έρθει και η μυρωδιά απο τα φλεγόμενα λιοστάσια έκαιγε με μεγαλύτερη δύναμη τις ψυχές παρά τα σώματα. Αυτά ήταν ανυπότακτα, στυλωμένα στο πυρωμένο χώμα, για να γλιτώσουν τα σπίτια τους. Και τα κατάφεραν και όλοι μαζί κάθισαν κοντά στην πηγή της Μπάνισκας νικητές. Ήπιαν νερό, αστειεύτηκαν μέσα στην δυστηχία τους, χτύπησαν ο ένας την πλάτη του άλλου, άκουσαν τα λόγια του προέδρου, που αποκαμωμένος και αυτός έπρεπε να δώσει οδηγίες για την επόμενη μέρα. Όλοι μαζί μονιασμένοι μοιράστηκαν την δυστηχία τους, πνίγοντας την με αστεία του τύπου "πάλι καλά που έμεινε λίγο λάδι στα καντήλια της εκκλησίας, για να ξεχειμωνιάσουμε". Οι αχτίδες της ελπίδες χόρευαν στα αποκαΐδια της άλλοτε καταπράσινης πλαγιάς, μέχρις που ήρθαν τα παλιόσκυλα. Συνόδευαν τους μεγάλους λύκους. Όρνεα της φωτιάς, άραξαν τα πολυτελή αμάξια τους δίπλα στο συσσίτιο και πάτησαν προσεκτικά στις στάχτες, για να μη λερώσουν τα ακριβά τους παπούτσια. Κάθισαν στα τραπέζια των καφενείων, ο ένας στη μια μεριά του δρόμου και ο άλλος στην άλλη. Και τότε άρχισαν τα κεράσματα και τότε χώρισαν την παρέα που ξαπόσταινε δίπλα στην πηγή. Άλλοι από εδώ και άλλοι απο εκεί. Και ξεκίνησαν τις ορμήνιες και τα πλούσια λόγια. Πιο καταστροφικά και απο τις φλόγες τις προηγούμενης ώρας, πιο αποπνικτικά και απο τον καπνό των μισοκαμένων ελαιόδεντρων. Και κόλλησαν δίπλα τους και τα παλιόσκυλα, έτοιμα να ξεσκίσουν κουφάρια και άρχισαν να τσακώνονται με τους παλικαράδες που ξαπόσταιναν στην παραλία. Στον καυγά μπήκαν και οι Αθηναίοι, που αποφάσιαν να κλείσουν τις τηλεοράσεις τους όταν κόπασε η φωτιά και να κατέβουν για να δούν live το κακό που τους... βρήκε. Και δεν πήγαν να ευχαριστήσουν αυτούς που έσωσαν τα σπίτια τους. Πήγαν και κάθισαν και αυτοί στο τραπέζι με τους λύκους και τα παλιόσκυλα. Δίπλα στην πηγή είχαν απομείνει αποκαμωμένα τα νέα παιδιά. Κάποια απο αυτά ήταν βουρκωμένα και κοιτούσαν με απορία. Δεν έκλαψαν στη φωτιά αναρωτήθηκα και το κάνουν τώρα; Έπειτα απο λίγο γύρισαν την πλάτη τους και κοίταξαν τα καμένα. Τα έβλεπαν όλα πράσινα. Ήξεραν ότι τα παλιόσκυλα θα φάνε όσο μπορούν απ' τα κουφάρια μέχρι να σκάσουν και μετά θα ψοφήσουν. Αυτοί όμως θα έπρεπε να ξανακάνουν το Λέπρεο "ευδαίμων χώρα". Αυτοί μόνο μπορούν. Θα τα καταφέρουν, αν δεν τους φάνε και αυτούς τα παλιόσκυλα. Προς το παρόν αντέχουν.
ΥΓ: Όπου παλιόσκυλα βάλτε κοματόσκυλα.

1 σχόλιο:

Fuitακος είπε...

gamo ta spitia tous re aderfe!!! mayro ston kathe pousth aderfe... na toys feroyme sta anakatosaria na toys kapsoume anti gia karnavalo!!!
gamo ta spitia tous!!!!